- μαθητοῦ
- μαθητήςlearnermasc gen sgμαθητόςlearntmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Τερτυλλιανός — (Tertillianus, Kαρχηδόνα ; 155 μ.X.). Εκκλησιαστικός συγγραφέας του 2ου αι. Σπούδασε νομικά και ελληνική και λατινική φιλολογία στην πατρίδα του και μετά το τέλος των σπουδών του, άσκησε το επάγγελμά του στη Ρώμη. Από θαυμασμό προς το θάρρος των… … Dictionary of Greek